- μήγαρ
- μήγαρι(ς), μηγάρι(ς) μόριο разве, неужели;
μήγαρ είμαι... — разве я...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μήγαρ είμαι... — разве я...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μήγαρις — και μήγαρι και μηγάρις και μηγάρι και μήγαρ (Μ μήγαρι και μήγαρις και μηγάρις) (διστακτικό μόριο) μήπως, μήπως τυχόν, μπας και, σάμπως («μήγαρις έχω τίποτε άλλο στον νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μὴ γὰρ ή, κατ άλλη … Dictionary of Greek